- ἀμφιβλήστρῳ
- ἀμφίβληστρονanything thrown roundneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνταργανούμαι — όομαι, Α περιτυλίγομαι, συμπλέκομαι («ἐν ἀμφιβλήστρῳ συντεταργανωμένας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταργανοῦμαι «συμπλέκομαι, περιτυλίσσομαι» (< ταργάνη, άλλος τ. τού σαργάνη «πλέγμα, σχοινί»)] … Dictionary of Greek